- καραβοπρόσωπος
- καραβοπρόσωπος, -ον (Α)αυτός που έχει πρόσωπο καράβου, καραβίδας («ἔθνος ἐγχελυωπὸν καὶ καραβοπρόσωπον», Λουκιαν.).[ΕΤΥΜΟΛ. < κάραβος + -πρόσωπος (< πρόσωπον), πρβλ. ανδρο-πρόσωπος, τερατο-πρόσωπος].
Dictionary of Greek. 2013.